Eνδοοικογενειακή βία – Περισσότερα από 13.000 περιστατικά την τελευταία 4ετία στην Ελλάδα

Η ενδοοικογενειακή βία όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και διεθνώς αποτελεί ένα καίριο πρόβλημα που ταλανίζει τις κοινωνίες, με θύματά της κατά κανόνα γυναίκες. Οι μορφές της ποικίλουν. Μπορεί να αφορά σωματική και σεξουαλική κακοποίηση, λεκτική ή ψυχολογική βία, εκτόξευση απειλών και κοινωνική απομόνωση που προκαλούν στα θύματα απελπισία, απόγνωση, πόνο, θλίψη.

«Σε εθνικό επίπεδο και όπως προκύπτει από τα στατιστικά στοιχεία του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας, από το 2014 μέχρι και το 2017 έχουν σημειωθεί περισσότερα από 13.700 περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας, με τις γυναίκες να αποτελούν περίπου το 70% των θυμάτων», τονίζει χαρακτηριστικά στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, η εκπρόσωπος Τύπου της Ελληνικής Αστυνομίας, Ιωάννα Ροτζιώκου.

«Ορισμένες φορές, μάλιστα», επισημαίνει, «τραγική κατάληξη αυτών των ενδοοικογενειακών συμβάντων είναι ακόμα και ο θάνατος, με τον αριθμό των γυναικών θυμάτων να είναι σχεδόν διπλάσιος σε σχέση με τον αντίστοιχο των αντρών. Σημειώστε, ενδεικτικά, ότι το 2017 σημειώθηκαν 3.134 περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας με 4.243 θύματα συνολικά».

Τις διαστάσεις που έχει πάρει το κοινωνικό αυτό φαινόμενο διεθνώς, αποτυπώνουν χαρακτηριστικά και τα στατιστικά στοιχεία του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Σύμφωνα με αυτά, μία στις τρεις γυναίκες κάποια στιγμή στη ζωή της θα αντιμετωπίσει σωματική, ψυχολογική ή σεξουαλική βία από τον σύντροφό της και μία στις πέντε γυναίκες θα πέσει θύμα βιασμού ή απόπειρας βιασμού. Εκτιμάται, μάλιστα, ότι μέσα σε ένα χρόνο, πάνω από 16.700.000 γυναίκες υπέστησαν σωματική βία ή σεξουαλική κακοποίηση στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Μπορεί τα στατιστικά στοιχεία της ενδοοικογενειακής βίας να προκαλούν έντονο προβληματισμό και ανησυχία, αλλά τα αριθμητικά δεδομένα που σχετίζονται με το τράφικινγκ, μία από τις πιο σκληρές μορφές βίας εις βάρος των γυναικών, είναι εφιαλτικά. Όπως αναφέρει η κ. Ροτζιώκου, υπολογίζεται ότι σε ετήσια βάση 500.000 με 2.000.000 άνθρωποι στον κόσμο, κυρίως γυναίκες και παιδιά, διακινούνται παράνομα με σκοπό τη σεξουαλική εκμετάλλευση και την εξαναγκαστική εργασία. Όσον αφορά την Ελλάδα για την τετραετία 2014-2017 έχουν καταγραφεί πάνω από 110 υποθέσεις εμπορίας ανθρώπων, με τις γυναίκες και τα κορίτσια να αποτελούν κατά προσέγγιση το 70% των θυμάτων.

Ταυτόχρονα, το ίδιο χρονικό διάστημα, έχουν σημειωθεί στην Ελλάδα περισσότερα από 760 περιστατικά βιασμών (τετελεσμένων ή απόπειρας), με τα θύματα στην πλειοψηφία τους να είναι και πάλι γυναίκες.

«Οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους», υπογραμμίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η εκπρόσωπος Τύπου της ΕΛ.ΑΣ. «Πίσω από αυτούς τους αριθμούς, όμως, βρίσκονται ανθρώπινες ιστορίες και γυναίκες που έχουν υποστεί βία με διάφορους τρόπους. Γυναίκες που κάποιοι τις αντιμετωπίζουν ως αντικείμενα. Και οι αριθμοί αυτοί είναι σχεδόν βέβαιο ότι είναι πολύ περισσότεροι, αν λάβει κάποιος υπόψη του το λεγόμενο σκοτεινό αριθμό της εγκληματικότητας σύμφωνα με τον οποίο, πάντα υπάρχουν εγκλήματα τα οποία δεν καταγγέλλονται. Δυστυχώς, ο φόβος των επιπτώσεων, ο ενδεχόμενος στιγματισμός και η ντροπή δεν οδηγεί κάποιες γυναίκες στο κατώφλι των αρχών».

Ποιό είναι, όμως, το προφίλ των γυναικών – θυμάτων βίας;

«Μέχρι και πριν από μερικά χρόνια, υπήρχε η αντίληψη ότι οι κακοποιημένες γυναίκες προέρχονται από χαμηλό κοινωνικό- οικονομικό περιβάλλον», τονίζει η κ. Ροτζιώκου και προσθέτει: «Ωστόσο, η πρόσφατη διεθνής εμπειρία και έρευνα ανατρέπουν αυτή την άποψη και στο πρόσωπο των κακοποιημένων γυναικών βλέπουν την οποιαδήποτε γυναίκα, τη γυναίκα της διπλανής πόρτας. Μπορεί να είναι πλούσια ή φτωχή, άνεργη ή επιτυχημένη επαγγελματίας, νέα ή ηλικιωμένη, μορφωμένη ή αγράμματη, ανεξάρτητα από την κοινωνική θέση, την οικονομική κατάσταση, το μορφωτικό επίπεδο, τη φυλή, την εθνικότητα ή το χρώμα». Ειδικά για την Ελλάδα, λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κ. Ροτζιώκου «το μεγαλύτερο ποσοστό των κακοποιημένων γυναικών που απευθύνονται στις δομές φιλοξενίας της Γενικής Γραμματείας Ισότητας, ανήκει στην ηλικιακή κατηγορία 26-55 ετών και περιλαμβάνει όλα τα μορφωτικά επίπεδα».

Αναλύοντας τον «κύκλο της βίας» η εκπρόσωπος Τύπου της ΕΛ.ΑΣ, σημειώνει: «Η βία είναι μία κατάσταση η οποία μπορεί να ξεκινήσει ως μία «απλή και αθώα» συμπεριφορά και με την πάροδο του χρόνου να εξελιχθεί σε μία δραματικά βίαιη πράξη. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των serial killers. Αυτό μπορεί να συμβαίνει, γιατί ο δράστης έχει μάθει να φέρεται βίαια, καθώς μπορεί να έχει υπάρξει μάρτυρας σκηνών βίας, είτε θύμα βίαιης συμπεριφοράς. Όταν μάλιστα η συμπεριφορά του αυτή ενισχύεται μέσω επιβράβευσης από το περιβάλλον του, μαθαίνει όχι μόνο να είναι βίαιο, αλλά και να δικαιολογεί ηθικά και κοινωνικά την καταχρηστική του συμπεριφορά».

Ένα ακόμη σημαντικό στοιχείο, λέει, είναι ο τρόπος με τον οποίο διαμορφώνονται οι κοινωνικοί ρόλοι για τα δύο φύλα και κατά συνέπεια η θέση τους μέσα στο κοινωνικό σύστημα. «Έχει παρατηρηθεί, ότι τέτοια φαινόμενα βίας είναι πιο συχνά και έντονα, στις κοινωνίες που κυριαρχεί η αντίληψη ότι ο άντρας μπορεί να εξουσιάζει τη ζωή της γυναίκας, ενώ οι ανισότητες μεταξύ αντρών και γυναικών είναι οξυμένες, με αποτέλεσμα η τελευταία να κατέχει δευτερεύουσα κοινωνική θέση. Για παράδειγμα σε χώρες της Αφρικής ή της Ασίας είναι πολύ συχνός ο ακρωτηριασμός των γυναικείων σεξουαλικών οργάνων», επισημαίνει.

Ποιά είναι, όμως, τα μέτρα που λαμβάνει η ΕΛ.ΑΣ για την δραστική αντιμετώπιση της οικογενειακής βίας;

«Η Ελληνική Αστυνομία, μέσα από ένα πλέγμα δράσεων και ενεργειών είναι παρούσα, τόσο στην αντιμετώπιση τέτοιων φαινομένων όσο και στην προστασία των θυμάτων, στα πλαίσια του προληπτικού και κατασταλτικού της ρόλου, προστατεύοντας τα ανθρώπινα δικαιώματα», τονίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η εκπρόσωπος Τύπου της ΕΛ.ΑΣ. «Η ιδιαιτερότητα και η φύση του φαινομένου της βίας σε βάρος των γυναικών, με οποιαδήποτε μορφή, απαιτεί ιδιαίτερη προσέγγιση και ευαισθησία από την πλευρά των αστυνομικών αρχών. Είναι γεγονός, ότι σε ορισμένες από αυτές τις περιπτώσεις τα θύματα έχουν βιώσει τραυματικές εμπειρίες, με την άσκηση σωματικής βίας ή μπορεί να έχουν υποστεί ακόμα και βασανισμό, ιδίως με πράξεις εγκλεισμού ή απομόνωσής τους. Αποτέλεσμα των πράξεών αυτών είναι η πρόκληση ψυχικής βλάβης. Συνεπώς, οι αστυνομικοί κατά τη διάρκεια του χειρισμού τέτοιων περιστατικών, οφείλουν να αποφύγουν τη λεγόμενη «δευτερογενή θυματοποίηση» του ατόμου και συνεπώς να επιδείξουν σοβαρότητα και υπομονή, ευαισθησία και αμεροληψία, αντικειμενικότητα και διακριτικότητα, καθώς και απόλυτη εχεμύθεια».

Για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του φαινομένου της βίας εις βάρος των γυναικών, οι αστυνομικές Υπηρεσίες συνεργάζονται, με το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικής Αλληλεγγύης (ΕΚΚΑ), το οποίο αποτελεί τον εθνικό συντονιστικό φορέα παροχής αρωγής και προστασίας σε θύματα βίας στην Ελλάδα, τη Γενική Γραμματεία Ισότητας των Φύλων, τις κοινωνικές υπηρεσίες των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, καθώς και με Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις.

Παράλληλα, καταβάλλεται προσπάθεια προκειμένου η συμμετοχή αστυνομικού προσωπικού σε επιμορφωτικά σεμινάρια και σε εκδηλώσεις που διοργανώνονται από συναρμόδιους κυβερνητικούς ή μη φορείς, για την ευαισθητοποίηση και ενημέρωση σε τέτοια θέματα, να είναι συνεχής και αδιάλειπτη.

Ειδικά για το θέμα της ενδοοικογενειακής βίας, έχουν αποσταλεί οδηγίες για τον χειρισμό τέτοιων υποθέσεων, ώστε να αντιμετωπίζεται με σεβασμό τόσο το θύμα όσο και ο θύτης. Επίσης, από το Αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας, έχει εκδοθεί σχετικό εγχειρίδιο για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας, στο οποίο χαράσσονται οι κατευθύνσεις προς τους αστυνομικούς όλης της χώρας, για τον τρόπο χειρισμού των θυμάτων του φαινομένου.

Στόχος της πρωτοβουλίας αυτής, όπως διευκρινίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κ. Ροτζιώκου, είναι το αστυνομικό προσωπικό να γνωρίζει, πώς να δημιουργεί το αίσθημα ασφάλειας και προστασίας στους εμπλεκομένους, αλλά και να ενημερώνει το θύμα για τις επιλογές που έχει σχετικά με την προστασία που του παρέχεται από την Πολιτεία, καθώς και για το τι προβλέπεται νομοθετικά.

«Το ζητούμενο», καταλήγει η εκπρόσωπος Τύπου της ΕΛ.ΑΣ, «είναι οι γυναίκες που πέφτουν θύματα βίας να σπάσουν τη σιωπή τους και να μας το καταγγείλουν. Ακόμα και τα άτομα, που είναι γνώστες – μάρτυρες τέτοιων καταστάσεων μπορούν να μας το καταγγείλουν, επώνυμα ή ανώνυμα, στην τηλεφωνική γραμμή του 100. Οποιαδήποτε πληροφοριακό στοιχείο είναι χρήσιμο. Αρκεί οποιαδήποτε πληροφόρηση για να δοθεί το έναυσμα στην αστυνομική έρευνα».